- θαλαττεύω
- θαλαττεύω (AM)(αττ. τ.) βλ. θαλασσεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσεύω — (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) [θαλασσεύς] βρίσκομαι στη θάλασσα («νῆες... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.) αρχ. 1. ταξιδεύω διά θαλάσσης 2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα τής νεὼς μέρη», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ ναυτικές… … Dictionary of Greek